Για πολλές δεκαετίες αν κάποιος ήθελε ένα αλυσοπρίονο, η μόνη λύση ήταν τα βενζινοκίνητα. Στην συνέχεια βγήκαν τα ηλεκτρικά, αλλά επειδή υπήρχε ο περιορισμός της ηλεκτρικής παροχής δεν έγιναν ποτέ όσο δημοφιλή ήταν τα βενζινοκίνητα. Όμως τη τελευταία δεκαετία έχουν αρχίσει και κυκλοφορούν και τα αλυσοπρίονα μπαταρίας, τα οποία σιγά σιγά αρχίζουν και παίρνουν σημαντικό μερίδιο από την αγορά. Ποιες είναι οι διαφορές τους και ποιο πρέπει να προτιμήσει κάποιος που ψάχνει για νέο αλυσοπρίονο.
Βενζινοκίνητα αλυσοπρίονα
Τα βενζινοκίνητα αλυσοπρίονα υπάρχουν στην αγορά εδώ και πάρα πολλές δεκαετίες. Το πρώτο βενζινοκίνητο αλυσοπρίονο εφευρέθηκε το μακρινό 1927 από την Dolmar και αρχικά ήταν τόσο μεγάλα και βαριά που είχαν ρόδες και ήθελαν τουλάχιστον 2 γεροδεμένες άνδρες για να τα σηκώσουν. Η μαζική παραγωγή και χρήση από ερασιτέχνες ξεκίνησε κυρίως μετά τον 1960, όταν έγιναν πιο μικρά και πιο οικονομικά.
Τα πλεονεκτήματα που έχει ένα βενζινοκίνητο αλυσοπρίονο είναι αρκετά. Καταρχάς υπάρχει τεράστια ποικιλία σε μοντέλα. Μπορείτε να βρείτε στο εμπόριο από πολύ μικρό κλαδευτικό με 20 πόντους λάμα, ως επαγγελματικό ξυλοκοπτικό με λάμα μεγαλύτερη από 150 εκατοστά! Αυτό δεν συμβαίνει στα ηλεκτρικά και στα μπαταρίας, όπου το εύρος είναι πολύ μικρότερο (δύσκολα θα βρείτε ένα τέτοιο με λάμα μεγαλύτερη από 50εκ.)
Ένα άλλο μεγάλο πλεονέκτημα που έχει το βενζινοκίνητο αλυσοπρίονο είναι η μακροζωία που μπορεί να έχει. Αν γίνεται σωστή συντήρηση και είναι καλής κατασκευής μπορεί να κρατήσει ακόμα και δεκαετίες χωρίς καμία σοβαρή βλάβη.
Σίγουρα το πιο μεγάλο πλεονέκτημα είναι η αυτονομία. Με λίγα λίτρα βενζίνης μπορείτε να κόβετε για ώρες όπου και να βρίσκεστε, όταν το ηλεκτρικό θέλει γεννήτρια ή ηλεκτρική παροχή, ενώ πχ ένα μικρό μπαταρίας θέλει μία ντουζίνα μπαταρίες για να κόψει όσο κόβει ένα αντίστοιχο βενζινοκίνητο με 5 λίτρα βενζίνη.
Πάμε τώρα στα μειονεκτήματα που έχει ένα βενζινοκίνητο αλυσοπρίονο. Το πιο σημαντικό είναι ο θόρυβος. Όλα τα βενζινοκίνητα αλυσοπρίονα είναι πολύ θορυβώδη. Κάποια ακούγονται ακόμα και χιλιόμετρα μακρυά, ενώ ακόμα και στα μικρά είναι αδύνατη η χρήση τους σε ώρες κοινής ησυχίας μέσα σε αστικό ιστό.
Ένα ακόμα σημαντικό μειονέκτημα είναι η συντήρηση. Ένα βενζινοκίνητο αλυσοπρίονο θέλει πιο συχνή συντήρηση από ότι ένα ηλεκτρικό/μπαταρίας. Θέλει να καθαρίζετε τα φίλτρα αέρος, να ελέγχετε το μπουζί, να προσέχετε μην ξεραθούν οι μεμβράνες από τα καρμπυρατέρ και φυσικά να βάζετε πάντα τη σωστή μίξη λαδιού/βενζίνης στον κινητήρα (περισσότερα για αυτό μπορείτε να διαβάσετε εδώ). Επίσης έχει πιο πολλά μέρη που μπορούν να πάθουν ζημιά (πχ η κορδονιέρα, τα σωληνάκια, τα φίλτρα βενζίνης/λαδιού, το καρμπιρατέρ, η φούσκα, το μπουζί, το φρένο, το κυλινδροπίστονο, η εξάτμιση…) όταν τα ηλεκτρικά για όλα τα παραπάνω έχουν απλώς μία πλακέτα και το μοτέρ.
Κάτι που αρκετοί δεν δίνουν και τόσο σημασία είναι και τα καυσαέρια. Με ένα βενζινοκίνητο αλυσοπρίονο είναι αδύνατο να κόψετε ξύλα σε ένα κλειστό χώρο, γιατί δεν θα μπορείτε να αναπνεύσετε από τα καυσαέρια, ενώ ακόμα και σε ανοιχτό χώρο θα εισπνέετε μέρος των καυσαερίων (ειδικά στα Κινέζικα που η αναλογία λαδιού είναι μεγαλύτερη).
Το τελευταίο μειονέκτημα είναι η μεγαλύτερη επικινδυνότητα. Καταρχάς όλα τα αλυσοπρίονα είναι επικίνδυνα εργαλεία, αλλά το βενζινοκίνητο είναι λίγο περισσότερο. Οι βασικές αιτίες είναι δύο. Καταρχάς είναι πιο δυνατό και συνήθως έχει μεγαλύτερη ταχύτητα αλυσίδας, οπότε αν συμβεί κάποιο ατύχημα, οι επιπτώσεις θα είναι πολύ πιο άσχημες. Όμως δεν είναι μόνο αυτό. Σε αντίθεση με τα ηλεκτρικά/μπαταρίας όπου όταν δεν γίνεται χρήση, η αλυσίδα δεν κουνιέται, στα βενζινοκίνητα η ρύθμιση της λειτουργίας του ρελαντί γίνεται μέσω του καρμπιρατέρ. Μία λάθος ρύθμιση ή απλώς η χρήση διαφορετικής βενζίνης (πχ αν βάλετε βενζίνη 100 οκτανίων σε αλυσοπρίονο ρυθμισμένο για απλή) μπορεί να κάνει το αλυσοπρίονο να δουλεύει σε φουλ στροφές ακόμα και στο ρελαντί. Για μεγαλύτερη ασφάλεια κάποια αλυσοπρίονα έχουν soft start (δηλαδή αργή εκκίνηση), αυτόματο μπλοκάρισμα στην εκκίνηση και αυτόματη ενεργοποίηση φρένου μετά από πτώση, όμως ακόμα και μετά από όλα αυτά εξακολουθεί να παραμένει αρκετά επικίνδυνο.
Ηλεκτρικά αλυσοπρίονα
Τώρα πάμε στα ηλεκτρικά αλυσοπρίονα. Πολλοί ίσως πιστεύουν ότι τα ηλεκτρικά αλυσοπρίονα εφευρέθηκαν σχετικά πρόσφατα, αλλά η αλήθεια είναι ότι το πρώτο ηλεκτρικό αλυσοπρίονο παράχθηκε μαζικά το 1926 από την Stihl. Και εδώ όπως στα βενζινοκίνητα, για αρκετές δεκαετίες γινόταν αποκλειστική χρήση από επαγγελματίες.
Τα πλεονεκτήματα που έχει ένα ηλεκτρικό αλυσοπρίονο δεν είναι λίγα και για συγκεκριμένες χρήσεις μπορεί να είναι σημαντικά. Ας τα δούμε ένα ένα.
Φυσικά το πιο μεγάλο πλεονέκτημα είναι ο θόρυβος. Ένα ηλεκτρικό αλυσοπρίονο έχει πολύ λιγότερο θόρυβο από ένα βενζινοκίνητο. Ενώ κανονικά το βενζινοκίνητο θέλει ωτασπίδες, το ηλεκτρικό είναι πολύ πιο αθόρυβο. Πρακτικά το μόνο που ακούς είναι το μοτέρ και η αλυσίδα που γυρνάει. Φυσικά υπάρχουν διαφορές από μοτέρ σε μοτέρ, αλλά σε γενικές γραμμές μπορεί να χρησιμοποιηθεί άνετα μέσα στον αστικό ιστό.
Το επόμενο πλεονέκτημα που έχει είναι τα μηδενικά καυσαέρια. Θέλετε να κόψετε καυσόξυλα μέσα στην αποθήκη μέσα στο χειμώνα; Με το ηλεκτρικό μπορείτε χωρίς κανένα πρόβλημα.
Ένα ακόμα πλεονέκτημα είναι η συντήρηση. Δεν απαιτεί τόσο συντήρηση όσο το βενζινοκίνητο. Το μόνο που έχετε να κάνετε είναι να το καθαρίζετε και να φροντίζετε να είναι ακονισμένη η αλυσίδα και μετά από πολύ χρήση να αλλάξετε καρβουνάκια. Δεν χρειάζεται να καθαρίζετε το φίλτρο αέρος, να ελέγχετε το μπουζί, να αλλάζετε μεμβράνες στο καμπιρατέρ. Επίσης, επειδή έχει πιο απλή λειτουργία, οι ζημιές που μπορεί να βγάλει είναι πιο απλές και συνήθως πιο οικονομικές.
Κάτι που δεν είναι αμελητέο είναι και ότι εφόσον είναι συνδεδεμένο σε ηλεκτρική παροχή, είναι μονίμως στο “ρελαντί”, περιμένοντας να δουλέψει. Δηλαδή δεν χρειάζεται να το ξεκινάτε όπως ένα βενζινοκίνητο με την χειρόμιζα και να το κλείνετε. Όταν πατάτε το διακόπτη δουλεύει, όταν τον αφήνετε σταματάει. Τόσο απλά.
Πλεονέκτημα μπορεί να θεωρηθεί και η μεγαλύτερη ασφάλεια που μπορεί να έχει ο χρήστης από το ηλεκτρικό. Δεν έχουν την ίδια ισχύ που έχουν τα βενζινοκίνητα και κατά βάση είναι λίγο πιο αργόστροφα. Επίσης, επειδή έχουν αυτόματο ηλεκτρονικό φρένο, ελαττώνεται ο κίνδυνος ατυχήματος αν σας φύγει από τα χέρια, καθώς με το που θα αφήσετε τον διακόπτη θα σταματήσει αυτόματα η αλυσίδα. Φυσικά στο ηλεκτρικό αλυσοπρίονο υπάρχει ο κίνδυνος ηλεκτροπληξίας, αλλά εκεί θα πρέπει να κάνει κάποιο τεράστιο λάθος ο χρήστης για να συμβεί αυτό.
Αν και δεν μπορεί να θεωρηθεί ακριβώς πλεονέκτημα, καθώς συγκρίνουμε ανόμοια πράγματα, θα πρέπει να αναφερθεί ότι τα ηλεκτρικά είναι πιο οικονομικά (τουλάχιστον μέχρι να έρθουν τα πάμφθηνα Κινέζικα βενζινοκίνητα). Αυτή τη στιγμή μπορείς να βρεις ένα αξιόλογο ηλεκτρικό αλυσοπρίονο με 50-60 ευρώ, ενώ τα πολύ καλά δεν ξεπερνούν τα 100-150. Επίσης -υπό συγκεκριμένες συνθήκες- είναι και πιο οικονομικά στην χρήση. Δηλαδή αν κάποιος έχει δικό του αυτόνομο σύστημα φωτοβολταϊκών ή έχει χαμηλό τιμολόγιο στο ηλεκτρικό ρεύμα, η χρήση με ρεύμα είναι μικρότερη από τα κόστη της βενζίνης και του λαδιού μίξης.
Τα μειονεκτήματα δεν είναι τόσο πολλά, όμως τουλάχιστον το ένα είναι πολύ σημαντικό. Η αυτοδυναμία! Το ηλεκτρικό αλυσοπρίονο θέλει ηλεκτρική παροχή. Δηλαδή ενώ μπορεί να είναι ιδανικό για το σπίτι, είναι άχρηστο για όποιον θέλει να κόβει ξύλα στο κτήμα. Θα μπορούσε να γίνει χρήση με γεννήτρια, αλλά αυτό ακυρώνει όλα τα πλεονεκτήματα του ηλεκτρικού αλυσοπρίονου.
Το άλλο σημαντικό μειονέκτημα είναι ότι δεν υπάρχει τεράστια ποικιλία στα μοντέλα. Τα περισσότερα που κυκλοφορούν στην αγορά έχουν 40-50 πόντους λάμα και είναι περίπου πανομοιότυπα
Αλυσοπρίονα μπαταρίας
Τα αλυσοπρίονα μπαταρίας είναι σχετικά καινούργια στην αγορά. Αυτό που συνέτεινε στην εξέλιξη και την σταδιακή τους καθιέρωση στην αγορά ήταν η εξέλιξη της μπαταρίας λιθίου. Υπάρχουν δύο βασικές κατηγορίες, τα κλασσικά αλυσοπρίονα μπαταρίας όπου η μπαταρία είναι πάνω στο αλυσοπρίονο και τα αλυσοπρίονα μπαταρίας όπου η μπαταρία είναι πάνω στο χρήστη ( στη ζώνη ή στη πλάτη). Τα τελευταία είναι πιο επαγγελματικά και συνήθως αποτελούν μέρος κλαδευτικού σετ (με ψαλίδι, αλυσοπρίονο, κονταροπρίονο…). Η ισχύς που έχουν εξαρτάται από την τάση της μπαταρίας, γιαυτό κάποια πιο δυνατά παίρνουν ταυτόχρονα 2 μπαταρίες.
Τα πλεονεκτήματα που έχει το αλυσοπρίονο μπαταρίας είναι αρκετά. Μερικά είναι ίδια με τα ηλεκτρικά αλυσοπρίονα. Έτσι και εδώ ο μειωμένος θόρυβος είναι ένα σημαντικό πλεονέκτημα για όποιον θέλει να δουλεύει σε ώρες κοινής ησυχίας ή σε σημεία όπου δεν επιτρέπεται ο μεγάλος θόρυβος.
Το ίδιο ισχύει και για την έλλειψη καυσαερίων. Θέλετε να το δουλέψετε μέσα στο γκαράζ το χειμώνα; Μπορείτε χωρίς κανένα πρόβλημα. Δεν εκπέμπει καθόλου καυσαέρια και πέραν του λαδιού αλυσίδας δεν θα μυρίσετε ποτέ τίποτα όσο το χρησιμοποιείτε.
Φυσικά και αυτό απαιτεί πολύ πιο μικρή συντήρηση από ότι ένα βενζινοκίνητο αλυσοπρίονο. Καθάρισμα αλυσίδας, λάμας και αυτό είναι. Ακόμα και τυχόν βλάβες που ίσως βγάλει είναι πιο εύκολες -και συνήθως και πιο οικονομικές- στην επιδιόρθωση από ότι στο βενζινοκίνητο.
Το τελευταίο ίδιο πλεονέκτημα με τα ηλεκτρικά είναι η εύκολη εκκίνηση. Είναι μονίμως standby, περιμένοντας να δουλέψει. Δεν χρειάζεται να το εκκινείτε και να το έχετε στο ρελαντί. Ακόμα και μετά από μακροχρόνια στασιμότητα είναι έτοιμο για χρήση οποιαδήποτε στιγμή. Ποτέ δεν θα σας μπουκώσει, ποτέ δεν θα χαλάσει η χειρόμιζα, ποτέ δεν θα σας αφήσει το μπουζί.
Τώρα πάμε στα σημεία όπου υπερτερεί του ηλεκτρικού αλυσοπρίονου. Το πρώτο είναι το πιο σημαντικό, η αυτονομία. Όταν στο ηλεκτρικό θέλετε ηλεκτρική παροχή, στο μπαταρίας μπορείτε να το δουλέψετε όπου θέλετε, ακόμα και στο πιο απομακρυσμένο σημείο της χώρας, αρκεί φυσικά να έχετε μαζί σας μία φορτισμένη μπαταρία.
Ένα άλλο σημαντικό κομμάτι είναι ότι τα καλά αλυσοπρίονα μπαταρίας μπορεί να δουλέψουν ακόμα και υπό βροχή ή σε σημεία όπου υπάρχουν νερά. Δεν μιλάμε για υπερβολές (πχ χρήση σε δυνατή μπόρα), απλώς δεν υπάρχει ο κίνδυνος της ηλεκτροπληξίας με την παραμικρή επαφής στο νερό όπως στα ηλεκτρικά.
Σημαντικό πλεονέκτημα είναι και η μεγάλη ποικιλία σε μεγέθη. Ίσως να μην φτάνουν ακόμα την ποικιλία που έχουν τα βενζινοκίνητα, αλλά σίγουρα είναι πολύ πιο πολλά από τα ηλεκτρικά. Έτσι μπορείτε να βρείτε κλαδευτικά, κονταροπρίονα, μεγάλα με 40-50 πόντους λάμα, ακόμα και μίνι κλαδευτικά.
Τώρα περνάμε στα αρνητικά. Δεν είναι τόσο πολλά, αλλά για κάποιους είναι σημαντικό. Το πρώτο μεγάλο μειονέκτημα είναι το κόστος. Τα καλά αλυσοπρίονα μπαταρίας, μαζί με μπαταρία και φορτιστή κοστίζουν περισσότερο από τα αντίστοιχα βενζινοκίνητα. Μάλιστα αν υποθέσουμε ότι για καλή χρήση κάποιος θέλει 2-3 μπαταρίες, τότε το κόστος ανεβαίνει αρκετά. Βέβαια υπάρχουν και τα Κινέζικα που είναι πιο φθηνά, αλλά και εκεί το κόστος είναι μεγαλύτερο από τα αντίστοιχα Κινέζικα αλυσοπρίονα. Το μόνο θετικό είναι ότι πλέον τα περισσότερα είναι μέρος σειράς εργαλείων με την ίδια μπαταρία, οπότε κάποιος ίσως έχει ήδη αρκετές μπαταρίες. Και ακόμα και να μην έχει από το συγκεκριμένο, με τη χρήση αντάπτορα ίσως μπορεί να το δουλέψει με μπαταρία άλλης εταιρίας.
Ένα άλλο αρνητικό είναι η μειωμένη ισχύ. Αν και σε αυτό το κομμάτι υπάρχει μεγάλη βελτίωση, ακόμα και σήμερα τα καλά αλυσοπρίονα μπαταρίας δεν μπορούν να φθάσουν σε ισχύ τα καλά βενζινοκίνητα. Ειδικά όσο μεγαλώνει το μέγεθος, η διαφορά είναι κάτι παραπάνω από αισθητή.
Κάτι που δεν ισχύει για όλα τα αλυσοπρίονα μπαταρίας, αλλά κυρίως για τα πιο οικονομικά είναι και το πρόβλημα χρήσης σε ακραίες καιρικές συνθήκες. Γενικότερα οι φθηνές μπαταρίες λιθίου έχουν μειωμένη απόδοση σε ακραίες θερμοκρασίες, κυρίως για χρήση υπό το μηδενός. Έτσι αν θέλετε να πάτε να κόψετε ξύλα, μέσα στο χειμώνα στους -10 θα έχει πρόβλημα. Με τις καλές μπαταρίες που έχουν τα επώνυμα, δεν συμβαίνει αυτό, τουλάχιστον όχι στον ίδιο βαθμό, αλλά είναι κάτι που θα πρέπει να το έχουν υπόψιν τους όσοι σκοπεύουν να αγοράσουν ένα αλυσοπρίονο μπαταρίας για τέτοια χρήση.
Το ίδιο ισχύει περίπου και για το βάρος και τον όγκο. Δεν είναι κάτι που αφορά όλα τα αλυσοπρίονα μπαταρίας, αλλά τα περισσότερα κλαδευτικά είναι πιο βαριά και πιο ογκώδη -μαζί με την μπαταρία- από ένα καλό βενζινοκίνητο (αυτά που έχουν 300+ ευρώ). Αν τα συγκρίνει κάποιος με τα φθηνά Κινέζικα, τότε είναι περίπου στα ίδια, αλλά σε σύγκριση πχ με το Zenoah G2050T που ζυγίζει λιγότερο από 2.5 κιλά καταλαβαίνει τη διαφορά.